ώνεια

ώνεια
τὰ, Μ
βλ. ώνιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ώνιο — το / ὤνιος, ία, ον, ΝΜΑ, και τ. ουδ. πληθ. τὰ ὤνεια Μ, θηλ. και ος Α [ὠνή] (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ώνια τα εμπορεύματα, κυρίως τρόφιμα, που πωλούνται στην αγορά, ψώνια αρχ. 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να αγοράσει, αγοραστός 2. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”